Μια Συναρπαστική Απόδραση στον Κόσμο του «Θεϊκού Τυριού»
Της/του Αλέξανδρου Ρωμανού Λιζάρδου
Η πρώτη ταινία της Louis Courvoisier, «Θεϊκό Τυρί» (Vingt Dieux ή Holy Cow), είναι ένα μοναδικό δημιούργημα που αποτυπώνει την καρδιά της γαλλικής υπαίθρου. Η ταλαντούχα δημιουργός από την περιοχή του Ζυρά μας προσφέρει μια ταινία που αναβλύζει αυθεντικότητα, ζωντάνια και ανθρωπιά – στοιχεία που θυμίζουν το καλό παλαιωμένο τυρί που ωριμάζει με φροντίδα.
Η ταινία έκανε εντύπωση στο Φεστιβάλ Καννών, όπου παρουσιάστηκε στο πρόγραμμα Ένα Κάποιο Βλέμμα (Un Certain Regard) και κέρδισε το Prix de la Jeunesse (Βραβείο Νεότητας). Έκτοτε, ταξίδεψε σε δεκάδες φεστιβάλ, αποσπώντας το Βραβείο Jean Vigo, καθώς και δύο Βραβεία Σεζάρ για την Πρώτη Ταινία και την Πρωτοεμφανιζόμενη Ηθοποιό. Η εμπορική επιτυχία της στη Γαλλία είναι αξιοσημείωτη, με περισσότερα από 900.000 εισιτήρια να πωλούνται – ένα απίστευτο επίτευγμα για μια ανεξάρτητη παραγωγή με μη επαγγελματίες ηθοποιούς.
Στην Ελλάδα, το «Θεϊκό Τυρί» έκανε πρεμιέρα στο 25ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου και από την 1η Μαΐου 2025 θα είναι διαθέσιμο στις αίθουσες.
Η Συνέντευξη με τη Louis Courvoisier
Στο Παρίσι, στο πλαίσιο της UNIFRANCE, είχαμε την ευκαιρία να συναντήσουμε τη δημιουργό, η οποία συστήθηκε στο ελληνικό κοινό με απλότητα:
«Γεια σας, ελληνικό κοινό. Είμαι η Louis Courvoisier, σκηνοθέτρια της ταινίας Holy Cow! Η ταινία αφορά έναν νεαρό άντρα που αρχίζει να φτιάχνει τυρί για να ζήσει και να στηρίξει τη μικρή του αδερφή. Κάνει μια προσπάθεια να κερδίσει το βραβείο για την καλύτερη ποιότητα τυριού της περιοχής».
Η συζήτησή μας ήταν γεμάτη φρεσκάδα και ενδιαφέρον, αναδεικνύοντας την πλούσια γεύση των εμπειριών της δημιουργού:
– Θα σας ρωτήσω: Θα σας ενδιέφερε να δημιουργήσετε άλλη μια ταινία για κάποιο άλλο αγαπημένο σας τυρί;
Louis Courvoisier: «Για ένα άλλο τυρί; Χμμμ… δεν ξέρω. Μόλις δημιούργησα μία ταινία για το αγαπημένο μου τυρί! Το Morbier είναι ένα από τα τρία χαρακτηριστικά τυριά της περιοχής μου. Η περιοχή μας είναι ευλογημένη με εξαιρετικά τυριά — είμαστε πολύ τυχεροί. Ίσως, κάποια στιγμή στο μέλλον να επιστρέψω σε αυτό!»
– Ο ήρωάς σας αναλαμβάνει μεγάλες ευθύνες μετά τον θάνατο του πατέρα του. Πιστεύετε ότι υπάρχει αντίστοιχη αναλογία για έναν σκηνοθέτη κατά την «ενήλικη» φάση της καριέρας του;
L.C.: «Είναι μια ενδιαφέρουσα ερώτηση… Για μένα, η εμπειρία ήταν διαφορετική. Ποτέ δεν ήμουνα φανατική σινεφίλ. Υπήρξαν στιγμές που μου άρεσε να βλέπω ταινίες, όμως στιγμές που κρατούσα απόσταση. Δεν μπήκα στον κινηματογράφο από την επιθυμία να παρακολουθώ ταινίες. Ξεκίνησα να γυρίζω μικρές ταινίες και μέσα από αυτό συνειδητοποίησα πόσο με γεμίζει να συνεργάζομαι με ανθρώπους — να σκηνοθετώ ηθοποιούς, να οργανώνω ομάδες. Υπάρχει μια αναλογία στην ωρίμανση, καθώς και ο ήρωάς μου βιώνει αυτή τη διαδικασία.»
– Πώς ήταν η εμπειρία σας με μη επαγγελματίες ηθοποιούς;
L.C.: «Ήξερα απ’ την αρχή ότι αυτό ήταν που ήθελα. Έγραψα το σενάριο γνωρίζοντας ότι θα συνεργαστώ με ανθρώπους χωρίς υποκριτική εμπειρία. Όταν γνώρισα τους ανθρώπους που τελικά πρωταγωνίστησαν, ένιωσα ότι ήταν οι κατάλληλοι από την πρώτη στιγμή. Αναδιαμόρφωσα λίγο τους ρόλους τους, και κάναμε πολλές πρόβες — όχι αυτοσχεδιασμούς, αλλά πρόβες. Αυτό λειτούργησε πολύ καλά.»
– Η ταινία σας φέρει την αίσθηση μιας μεγάλης αγκαλιάς της κοινότητας. Πώς μιλήσατε στους ανθρώπους για το σχέδιο πριν γίνει ταινία;
L.C.: «Από την αρχή, ήθελα να κάνω την ταινία με τους ανθρώπους της περιοχής μου και για αυτούς. Αυτό ήταν μια βασική προϋπόθεση. Καθώς έγραφα, είχα πολλούς συμμάχους κοντά μου. Αυτή η υποστήριξη ήταν η δύναμή μου. Ήμουν διαφανής, τους εξηγούσα τα πάντα. Όταν η ταινία κυκλοφόρησε, την ένιωσαν δική τους. Δεν είναι πια μόνο δική μου.»
– Πώς νιώθετε που μια τόσο προσωπική και ανεξάρτητη ταινία γνώρισε εμπορική επιτυχία;
L.C.: «Είναι… κάπως τρελό. Έφτιαχνα μια ταινία στην κουζίνα του χωριού μου με οικογένεια και φίλους. Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ταξίδευε τόσο μακριά. Αλλά τελικά, νομίζω ότι λειτούργησε γιατί είναι μια πολύ συγκεκριμένη ιστορία με καθολικά συναισθήματα. Δεν είναι απλώς για το τυρί, αλλά για την επιβίωση, την αγάπη και την ευθύνη. Στην Κορέα, κάποιος μου είπε: «Μου θύμισε τη ζωή στο δικό μου χωριό». Και αναρωτήθηκα: πώς γίνεται αυτό;
– Η ύπαιθρος σπάνια απεικονίζεται στις κινηματογραφικές κωμωδίες. Πιστεύετε ότι η δική σας σχέση με αυτήν την κοινότητα σας βοήθησε να δώσετε ένα πιο αυθεντικό βλέμμα;
L.C.: «Ναι. Πολλές ταινίες που αφορούν τη γαλλική ύπαιθρο είναι δραματικές και απέχουν πολύ από την πραγματικότητα που γνωρίζω. Ήθελα κάτι φωτεινό, αστείο, ζωντανό. Να αφήσω τους ανθρώπους της υπαίθρου να γίνουν ήρωες. Όχι απλώς να απεικονίζονται — να ζήσουν μια περιπέτεια. Να είναι σινεμά.»
– Η σκηνή με τη γέννα του μοσχαριού είναι εκπληκτική. Ήταν πραγματική ή αποτέλεσμα ειδικών εφέ;
L.C.: «Καθόλου εφέ! Είχαμε ετοιμαστεί να γυρίσουμε τη σκηνή μόλις η αγελάδα ήταν έτοιμη να γεννήσει. Όλο το συνεργείο ήταν σε επιφυλακή. Ήταν ριψοκίνδυνο, αλλά έδωσε στην ταινία ένα αληθινό συναίσθημα. Η αγρότισσα ηθοποιός ήξερε ακριβώς τι να κάνει. Μέσα σε επτά λεπτά, όλα έγιναν όπως έπρεπε.»
– Σας φαίνεται περίεργο που η ταινία σας προβάλλεται σε τόσες χώρες και πιθανώς θα μεταγλωττιστεί;
L.C.: «Είναι απίστευτο. Θέλω πολύ να δω την ταινία σε άλλη γλώσσα. Μπορεί να χάνει κάτι από το πνεύμα της, αλλά είναι μια διασκεδαστική περιπέτεια. Οι Έλληνες είστε τυχεροί που δεν μεταγλωττίζετε τα έργα!»
Η Louis Courvoisier μας απέδειξε ότι ο κινηματογράφος μπορεί να γεννηθεί εκεί όπου το χώμα μυρίζει φρέσκο γάλα και το όνειρο καπνίζει στο καζάνι του τυριού. Αποτελεί πραγματικά ένα «θεϊκό» δημιούργημα όταν καταφέρνει να συγκινήσει το παγκόσμιο κοινό.

