Η Υπερποινικοποίηση στην Ινδία: Μια Εξέταση των Νόμων και των Επιπτώσεών τους
Η Ινδία αποτελεί μια χώρα όπου η νομική κατάσταση περιλαμβάνει πρακτικές που μπορεί να θεωρηθούν ακραίες. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να κατηγορηθεί ποινικά αν δέσει ένα ζώο σε δημόσιο χώρο, αν παίζει με χαρταετό που προκαλεί ανησυχία ή αν δεν υπακούσει σε ανώτερη διαταγή στο σχολείο. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει τη σοβαρότητα του νομικού πλαισίου, στο οποίο, σύμφωνα με το BBC, 301 εγκλήματα επισείουν τη θανατική ποινή.
Από τους 882 ομοσπονδιακούς νόμους που ισχύουν στην Ινδία, οι 370 περιέχουν ποινικές διατάξεις, οι οποίες καλύπτουν 7.305 πράξεις και παραλείψεις. Αυτές οι πράξεις ποικίλλουν σημαντικά, από εγκλήματα που φαίνονται γελοία, όπως το να μην δώσετε προειδοποίηση έναν μήνα πριν παραιτηθείτε από τη δουλειά σας, μέχρι σοβαρές παραβάσεις όπως η παράνομη οπλοκατοχή και η σεξουαλική επίθεση.
Το Vidhi Center for Legal Policy στο Δελχί περιγράφει αυτή την κατάσταση ως «Κρίση υπερποινικοποίησης της Ινδίας». Σε σχετική έκθεση με τίτλο “Understanding the Scale of Crime and Punishment in India”, ο οργανισμός δημιούργησε μια μοναδική βάση δεδομένων που καταγράφει τον βαθμό εγκληματικότητας στα 370 ομοσπονδιακά νομοθετήματα.
Η έκθεση αναδεικνύει την τάση της Ινδίας να χρησιμοποιεί το ποινικό δίκαιο για την επίλυση σχεδόν όλων των ζητημάτων, ακόμη και καθημερινών και κοσμικών θεμάτων. Πολλοί από τους νόμους ποινικοποιούν συνήθεις καθημερινές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, ενδέχεται να καταδικαστείτε για το ότι δέσατε την κατσίκα σας σε δημόσιο δρόμο ή για την επισκευή μιας βρύσης χωρίς προηγούμενη άδεια.
Περαιτέρω, υπάρχουν και πιο σοβαρές παραβάσεις, όπως η αγνόηση μίας εντολής φοίτησης στο σχολείο ή η ρίψη σκουπιδιών σε ζωολογικό κήπο. Ουσιαστικά, μία ποινική κύρωση παραμονεύει σε κάθε πτυχή της καθημερινής ζωής.
Η προώθηση ανταλλακτικού γάλακτος ή μπιμπερό σε έγκυες γυναίκες ή μητέρες μπορεί να οδηγήσει σε φυλάκιση έως και τριών ετών ή πρόστιμο 5.000 ρουπιών. Παρόλο που η κύρωση αυτή αποσκοπεί στη μείωση του επιθετικού μάρκετινγκ, ισχύει και για ιδιώτες, γεγονός που προκαλεί πολλές αντιδράσεις.
Στην Ινδία, η φυλάκιση είναι η συνήθης ποινή, καθώς το 73% των εγκλημάτων τιμωρείται με ποινές φυλάκισης που κυμαίνονται από μία ημέρα έως και 20 χρόνια. Σύμφωνα με την έκθεση, περισσότερα από 250 εγκλήματα σε 117 νόμους τιμωρούν καθυστερήσεις στην υποβολή εγγράφων.
Επιπλέον, σχεδόν 124 αδικήματα σε 80 νόμους ποινικοποιούν την παρεμπόδιση δημόσιων λειτουργών, συχνά χωρίς σαφή προσδιορισμό της αιτίας της «παρακώλυσης». Ορισμένα εγκλήματα, όπως η ζημιά σε αγωγό πετρελαίου, μπορούν επίσης να επισύρουν θανατική ποινή, γεγονός που ενισχύει την αίσθηση του δικαστικού αυστηρού καθεστώτος.
Από τις 7.305 παραβάσεις που έχουν προβλεφθεί από τους κεντρικούς νόμους, σχεδόν το 80% συνοδεύεται από πρόστιμα, τα οποία κυμαίνονται από δύο ρουπίες έως 50 εκατομμύρια ρουπίες, υπογραμμίζοντας έτσι την ασυνοριακή λογική της ποινικοποίησης.
Η υπερβολική χρήση του ποινικού δικαίου διαταράσσει την καθημερινή ζωή των πολιτών και δημιουργεί σημαντικά προβλήματα στις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Οι επιχειρήσεις στην Ινδία βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα περίπλοκο δίκτυο κανονισμών, ενώ η ποινικοποίηση της μη συμμόρφωσης θεωρείται ότι είναι υπερβολική και αντιπαραγωγική.
Η έκθεση επισημαίνει επίσης κραυγαλέες ασυμφωνίες ανάμεσα στα εγκλήματα και τις ποινές τους. Για παράδειγμα, η εξέγερση τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο ετών, ενώ η ψευδής δήλωση για ένα πιστοποιητικό γέννησης μπορεί να οδηγήσει σε τρία χρόνια φυλάκιση.
Η ειρωνεία της κατάστασης είναι ότι η δημόσια βία αντιμετωπίζεται με λιγότερη αυστηρότητα από την παραποίηση επίσημων εγγράφων. Πρόσθετα, εγκλήματα διαφόρων βαρών τιμωρούνται με την ίδια ποινή, γεγονός που δείχνει την αδυναμία του συστήματος να αξιολογήσει τη βαρύτητα των αδικημάτων.
Η διαδικασία ποινικοποίησης καθημερινών αυτονόητων πρακτικών δείχνει πόσο το κράτος βασίζεται στην ποινικοποίηση για την επιβολή συμμόρφωσης. Αυτή η κατάσταση έχει οδηγήσει σε εκκρεμότητα πάνω από 34 εκατομμύρια ποινικές υποθέσεις στα δικαστήρια, εκ των οποίων το 72% παραμένει στάσιμες για περισσότερο από ένα χρόνο. Οι φυλακές είναι γεμάτες, λειτουργώντας με πληρότητα 131%, και οι αστυνομικοί και δικαστές συνεχίζουν να καταφέρνουν με χρόνιες ελλείψεις προσωπικού.
Ακόμη και οι μηχανισμοί κρατικής ασφάλειας βρίσκονται σε κρίση, με μόλις 154 αστυνομικούς ανά 100.000 πληθυσμού, πολύ κάτω από τον ελάχιστο επιτρεπόμενο αριθμό των 195. Σε εθνικό επίπεδο, υπάρχουν πάνω από 581.000 κενές θέσεις στην αστυνομία, σε σύνολο 2,72 εκατομμυρίων.
Οι αρχές δηλώνουν ότι σκοπεύουν να αφαιρέσουν ποινικές κυρώσεις από περισσότερους από 100 νόμους, προσθέτοντας στις 180 που έχουν ήδη καταργηθεί μέχρι το 2023. Η πρωτοβουλία αυτή δεν αφορά μόνο τη νομική αποκατάσταση, αλλά είναι και μια ευκαιρία για ανασχεδιασμό του νομικού πλαισίου που περιβάλλει τους πολίτες. Μειώνοντας το φόβο και ενισχύοντας την αυτοπεποίθηση, μπορούμε να μεταμορφώσουμε το κράτος από μια αρχή που βλέπει τους πολίτες ως υπόπτους σε μια κοινωνία αλληλεγγύης.

