Φορολογική Αποκέντρωση και ΕΝΦΙΑ: Προτάσεις και Αντιπαραθέσεις
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, προτείνει στην κυβέρνηση την φορολογική αποκέντρωση, εστιάζοντας ειδικότερα στον φόρο ακινήτων ΕΝΦΙΑ. Στόχος αυτής της πρότασης είναι η ενίσχυση της οικονομικής αυτονομίας των Δήμων καθώς και ο εξορθολογισμός του κρατικού προϋπολογισμού, μέσω της μείωσης των μεταβιβαστικών πληρωμών προς την τοπική αυτοδιοίκηση.
Στην ετήσια έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, ο κεντρικός τραπεζίτης τονίζει την ανάγκη η διαχείριση και η είσπραξη του φόρου ακίνητης περιουσίας, που ανέρχεται σε 2,3 δισεκατομμύρια ευρώ, να ανατεθεί στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ). Ο ΕΝΦΙΑ, ως φόρος που αφορά τα ακίνητα που βρίσκονται εντός των γεωγραφικών ορίων κάθε Δήμου, αναμένεται να αποδώσει ακόμη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα εάν διαχειρίζεται σε τοπικό επίπεδο.
Η ανάθεση του ΕΝΦΙΑ στους Δήμους θα προσφέρει μια σειρά πλεονεκτημάτων. Οι Δήμοι έχουν την απαραίτητη τοπική γνώση για τη φορολογική βάση, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στη μείωση της γραφειοκρατίας και στον αποτελεσματικότερο εντοπισμό αδήλωτων εισοδημάτων από ακίνητα. Ταυτόχρονα, η ανταποδοτικότητα του φόρου σε τοπικές υποδομές και κοινωνικές υπηρεσίες θα ενισχυθεί, αντανακλώντας τις εκάστοτε ανάγκες της τοπικής κοινωνίας.
Η πρόταση αυτή έρχεται σε μια περίοδο όπου η Ελλάδα κατέχει τη χαμηλότερη θέση στην Ευρώπη όσον αφορά τη φορολογική αποκέντρωση, με μόλις 2,94% των φορολογικών εσόδων να διαχειρίζονται οι τοπικές αρχές, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος αγγίζει το 12,64%. Η μεταφορά της διαχείρισης του ΕΝΦΙΑ στους Δήμους θα μπορούσε να συνεισφέρει στην οικονομική τους αυτονομία και στην ικανότητά τους να αντεπεξέλθουν στις τοπικές προκλήσεις.
Πέρα από την οικονομική πτυχή, το μέτρο αυτό έχει τη δυνατότητα να περιορίσει τη γραφειοκρατία και να επιφέρει εξοικονόμηση διοικητικού κόστους. Οι τοπικές αρχές είναι περισσότερο εξοπλισμένες να εντοπίζουν και να καταπολεμούν τη φοροδιαφυγή, χάρη στη γνώση που έχουν για την αγορά ακινήτων στην περιοχή τους.
Πλεονεκτήματα και Μειονεκτήματα
Η Τράπεζα της Ελλάδος ασφαλώς έχει αναγνωρίσει ότι η πρόταση αυτή είναι ένα δύσκολο εγχείρημα και απαιτεί προσεκτική στρατηγική κατά τη διαδικασία μετάβασης, προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν αναποτελεσματικά συστήματα που θα μπορούσαν να περιορίσουν την ανταποδοτικότητα του φόρου. Ωστόσο, καταγράφει αρκετά θετικά στοιχεία σχετικά με την πρόταση αυτή.
Ανάμεσα στα πλεονεκτήματα περιλαμβάνονται:
- Η φύση του ΕΝΦΙΑ περιορίζει την πιθανότητα φοροδιαφυγής, δεδομένου ότι η φορολογική βάση (το ακίνητο) δεν μπορεί εύκολα να παραποιηθεί στις δηλώσεις.
- Ως επί το πλείστον, πρόκειται για έναν ουδέτερο φόρο που δεν προκαλεί στρεβλώσεις στη φορολογική βάση μέσω αλλαγών στους συντελεστές.
- Η τοπική αυτοδιοίκηση, αναλαμβάνοντας την είσπραξη του ΕΝΦΙΑ, δεν θα χρειάζεται να επωμιστεί το υψηλό κόστος ενός ελεγκτικού φορολογικού μηχανισμού, λόγω της άμεσης γνώσης της ακίνητης περιουσίας και της χρησιμοποίησής της στα γεωγραφικά της όρια.
- Τα έσοδα θα ενίσχυαν την οικονομική αυτοδυναμία των ΟΤΑ, επιτρέποντάς τους να ανταποκριθούν καλύτερα στις τοπικές ανάγκες, όπως η ανάπτυξη υποδομών και υπηρεσιών.
- Ενισχύεται η διαφάνεια στη χρήση των πόρων και η λογοδοσία των τοπικών αρχών προς τους πολίτες που καταβάλλουν φόρους, γεγονός που καλλιεργεί τη φορολογική υπευθυνότητα.
- Το εν λόγω εργαλείο έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί αναδιανεμητικά, με στόχο την ίση φορολόγηση για πολίτες με παρόμοια περιουσία και φοροδοτική ικανότητα.
- Μια καλή διαχείριση από πλευράς των Δήμων θα ενδυνάμωνε την αξιοπιστία τους, διευρύνοντας τις χρηματοδοτικές τους δυνατότητες και την ικανότητά τους να βελτιώνουν τη ζωή των κατοίκων τους.
- Αποτελεσματική διαχείριση του ΕΝΦΙΑ θα μπορούσε να συμβάλει στη βελτίωση του κρατικού προϋπολογισμού μέσω της εξοικονόμησης δημοσίων δαπανών και διοικητικού κόστους.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και μειονεκτήματα στην προτεινόμενη διαχείριση του ΕΝΦΙΑ από τους Δήμους. Εκφράζεται ανησυχία για την έλλειψη τεχνολογικών υποδομών σε πολλούς Δήμους, καθώς και για την ανάγκη εκπαίδευσης και προσαρμογής στα σχετικά εργαλεία. Αυτές οι προκλήσεις συνδέονται στενά με το μέγεθος των Δήμων, καθώς η αποτελεσματική διαχείριση απαιτεί ειδικευμένο προσωπικό και τεχνογνωσία.
Η πρόσληψη και η εκπαίδευση του κατάλληλου προσωπικού ενδέχεται να προκαλέσουν επιπλέον διοικητικά κόστη, ενώ παράλληλα υπάρχει ο κίνδυνος κακοδιαχείρισης. Ωστόσο, η αναγκαστική λογοδοσία προς τις τοπικές κοινωνίες θα μπορούσε να περιορίσει αυτούς τους κινδύνους και να προσφέρει μια πιο άμεση αντιμετώπιση των τοπικών προκλήσεων.
Επιμέλεια: Κώστας Τσάβαλος