Αντίκτυποι των Δηλώσεων Μητσοτάκη στην Εκπαίδευση
Κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Υπουργείο Παιδείας, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε στην αξιολόγηση του εκπαιδευτικού τομέα, κάνοντας δηλώσεις που προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις από την εκπαιδευτική κοινότητα. Η ΟΛΜΕ (Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης) αντέτεινε ότι η θέση των εκπαιδευτικών, οι οποίοι καθημερινά εργάζονται με αυταπάρνηση, αναγνωρίζεται ως καίρια για το δημόσιο σχολείο. Αυτοί είναι εκπαιδευτικοί που διακρίνονται για την εξειδίκευση και τις ικανότητές τους, προσλαμβάνονται με βάση την αξιοκρατία και όχι με πολιτικά κριτήρια.
Η Αξιολόγηση και οι Σκοποί της
Η ΟΛΜΕ υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση χρησιμοποιεί την αξιολόγηση ως ένα εργαλείο προπαγάνδας, προκειμένου να την παρουσιάσει ως μια ουδέτερη διαδικασία βελτίωσης. Ωστόσο, η ανακοίνωση σημειώνει ότι στην πραγματικότητα η αξιολόγηση λειτουργεί ως μηχανισμός ελέγχου και επιβολής, με σκοπό την κατηγοριοποίηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών. Αυτό οδηγεί σε περαιτέρω ανισότητες και ενισχύει τη διαδικασία εμπορευματοποίησης και ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης, κάτι που ανησυχεί ιδιαίτερα την εκπαιδευτική κοινότητα.
Αντιμετώπιση των Προβλημάτων στην Εκπαίδευση
Η ΟΛΜΕ αναδεικνύει το γεγονός ότι οι πραγματικοί στόχοι της αξιολόγησης δεν σχετίζονται με τη βελτίωση των δημόσιων σχολείων, αλλά επιδιώκουν να μεταθέσουν τις ευθύνες της κυβέρνησης για τα αναγκαία προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα σχολεία. Η απουσία οικονομικής στήριξης και η συστηματική υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης επηρεάζουν αρνητικά τη λειτουργία των σχολείων και τη δυνατότητα να προσφέρονται ποιοτικές εκπαιδευτικές υπηρεσίες στους μαθητές. Η αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα, οι ελλείψεις υποδομών, καθώς και η εγκατάλειψη της Ειδικής Αγωγής είναι μόνο μερικά από τα σοβαρά ζητήματα που λερώνουν το εκπαιδευτικό τοπίο.
Προτάσεις και Επικοινωνία με την Κυβέρνηση
Η ΟΛΜΕ, επισημαίνοντας την προθυμία της να συνεργαστεί για τη βελτίωση της εκπαίδευσης, δηλώνει ότι έχει προτάσεις για την αντιμετώπιση των κρίσιμων προβλημάτων που απασχολούν τον τομέα. Ωστόσο, παρατηρεί ότι οι εκάστοτε υπουργοί Παιδείας αρνούνται να διαβουλευτούν με τις εκπαιδευτικές ενώσεις, καθιστώντας σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε πραγματική πρόοδο. Η ευθύνη για τη γόνιμη συζήτηση επί των ζητημάτων αυτών βαρύνει την κυβέρνηση, η οποία καλείται να ακούσει και να λάβει υπόψη τις προτάσεις των ειδικών.

